συγκεχυμένως

Revision as of 08:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Adv. of συγχέω,

   A indiscriminately, Arist.EN1145b16, Plu.2.168a, S.E.M.7.171, etc.; φεύγειν J.AJ13.4.4; εἰπεῖν (opp. σαφῶς) Hermog.Id.1.11.

German (Pape)

[Seite 967] adv. part. pert. pass. von συγχέω, vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεχῠμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγχέω, ὡς καὶ νῦν, φύρδην μίγδην, ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément.
Étymologie: συγκέχυμαι, pf. Pass. de συγχέω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

συγκεχυμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συγχέω, ατάκτως, ανάκατα, φύρδην μίγδην, τουρλού τουρλού, αδιακρίτως, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συγκεχῠμένως: спутанно, беспорядочно, неясно Arst., Plut., Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκεχυμένως, adv. van het ptc. perf. med.-pass. van συγχέω, verward, zonder onderscheid.