συμμετίσχω
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
=
A συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.
German (Pape)
[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.
Greek (Liddell-Scott)
συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.
French (Bailly abrégé)
c. συμμετέχω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.
Greek Monotonic
συμμετίσχω: = συμμετέχω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συμμετίσχω: Soph. = συμμετέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.