συκοφαντώδης

From LSJ
Revision as of 04:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντώδης Medium diacritics: συκοφαντώδης Low diacritics: συκοφαντώδης Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sykophantṓdēs Transliteration B: sykophantōdēs Transliteration C: sykofantodis Beta Code: sukofantw/dhs

English (LSJ)

ες,=

   A συκοφαντικός δίκη Lys.Fr.1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; κατηγορία Mitteis Chr. 68.19 (i A.D.); οἱ Ἀττικοὶ σ. Dicaearch.1.4.

German (Pape)

[Seite 974] ες, sykophantenähnlich, -artig, D. Sic. 15, 40.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφαντώδης: имеющий сикофантский характер (κρίσεις Diod.).