σύναρχος

From LSJ
Revision as of 11:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναρχος Medium diacritics: σύναρχος Low diacritics: σύναρχος Capitals: ΣΥΝΑΡΧΟΣ
Transliteration A: sýnarchos Transliteration B: synarchos Transliteration C: synarchos Beta Code: su/narxos

English (LSJ)

ὁ,

   A partner in office, colleague, Arist.Pol.1287b31, IG5(1).124 (Laconia), 9(1).706 (Corc., iv B.C.), al., v.l. in D.C. 67.15.

German (Pape)

[Seite 1004] mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

σύναρχος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, μέτοχος ἐν τῷ ἀξιώματι, σύντροφος ἐν τῇ ἀρχῇ, συνάρχων, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16. 12, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1345, Κερκυρ. αὐτόθ. 1847-49b, Δίων Κ. 67. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui participe au pouvoir ; ὁ σύναρχος collègue.
Étymologie: σύν, ἄρχω.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. σύναρχος -ον, Α
αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αρχος].

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. σύναρχος -ον, Α
αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αρχος].

Greek Monotonic

σύναρχος: -ον, αυτός που ασκεί εξουσία από κοινού με άλλους, που μετέχει στα αξιώματα, συνάρχοντας, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σύναρχος: ὁ соправитель Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύν-αρχος -ου, ὁ collega-bestuurder, ambtgenoot, collega.