γάδος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάδος Medium diacritics: γάδος Low diacritics: γάδος Capitals: ΓΑΔΟΣ
Transliteration A: gádos Transliteration B: gados Transliteration C: gados Beta Code: ga/dos

English (LSJ)

a

   A fish, = ὄνος, Dorio ap.Ath.7.315f.    II = γάνδος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 470] ὁ, ein Fisch, sonst ὄνος, Dorio bei Ath. VII, 315 f.

Greek (Liddell-Scott)

γάδος: ἰχθύς, ὁ αὐτὸς καὶ ὄνος, Δωρίων παρ’Ἀθην. 315F.

Greek Monolingual

ο (Α γάδος)
ο μπακαλιάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομοιότητα της λ. γάδος με τα γάδαρος, γαϊδάριον, γάιδαρος είναι συμπτωματική και η υποστηριχθείσα ετυμολογική τους σύνδεση δεν έχει ισχυρή βάση. Το ότι το είδος αυτό του ψαριού ονομάστηκε γενικά «όνος» (Δωρίων) ερμηνεύεται από το σύνηθες φαινόμενο οι ονομασίες των ζώων της ξηράς να χρησιμοποιούνται και για θαλάσσια ζώα. Το πιθανότερο είναι να προήλθε η ονομασία του μπακαλιάρου από το γκρίζο χρώμα του που μοιάζει με του γαϊδάρου (βλ. και λ. γάιδαρος)].