κονίλη
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A marjoram, Origanum viride, Diocl.Fr.150, Nic.Th. 626, Dsc.3.29, Gal.12.91. II organy, Origanum heracleoticum, Dsc.3.27.
German (Pape)
[Seite 1481] ἡ, ein Kraut, eine Art Origanum; Nic. Ther. 626; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κονίλη: ῑ, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ ὀριγάνου, Διοσκ. 3. 34, 56, Νικ. Θ. 626.
Greek Monolingual
κονίλη, ἡ (Α)
γένος φυτού, το ορίγανον, η ρίγανη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και εμφανίζει πιθ. κατάλ. -ίλη (πρβλ. μαρ-ίλη «τέφρα, καρβουνόσκονη»). Η λ. κονίλη, λόγω της έντονης μυρωδιάς του φυτού που δηλώνει, έχει συσχετιστεί με τον τ. κνίσα «οσμή ψημένου κρέατος, τσίκνα». Τον τ. δανείστηκε πιθ. η λατ. με τη μορφή cunila, αν δεν πρόκειται για απλή ετυμολ. συγγένεια].