κονίλη

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονίλη Medium diacritics: κονίλη Low diacritics: κονίλη Capitals: ΚΟΝΙΛΗ
Transliteration A: konílē Transliteration B: konilē Transliteration C: konili Beta Code: koni/lh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A marjoram, Origanum viride, Diocl.Fr.150, Nic.Th. 626, Dsc.3.29, Gal.12.91.    II organy, Origanum heracleoticum, Dsc.3.27.

German (Pape)

[Seite 1481] ἡ, ein Kraut, eine Art Origanum; Nic. Ther. 626; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κονίλη: ῑ, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ ὀριγάνου, Διοσκ. 3. 34, 56, Νικ. Θ. 626.

Greek Monolingual

κονίλη, ἡ (Α)
γένος φυτού, το ορίγανον, η ρίγανη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και εμφανίζει πιθ. κατάλ. -ίλη (πρβλ. μαρ-ίλη «τέφρα, καρβουνόσκονη»). Η λ. κονίλη, λόγω της έντονης μυρωδιάς του φυτού που δηλώνει, έχει συσχετιστεί με τον τ. κνίσα «οσμή ψημένου κρέατος, τσίκνα». Τον τ. δανείστηκε πιθ. η λατ. με τη μορφή cunila, αν δεν πρόκειται για απλή ετυμολ. συγγένεια].