λαιδρός
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ά, όν,
A bold, impudent, Call.Aet.3.1.4, Nic.Th.689, Al.563, Max.438 (Comp.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 6] dreist, keck, unverschämt, Nic. Th. 689 Al. 576.
Greek (Liddell-Scott)
λαιδρός: -ά, -όν, θρασύς, ἀναιδής, Νικ. Θηρ. 689, Ἀλ. 576· πρβλ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λαιδρός, -ά, -όν (Α)
θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστική λ., όπως δηλώνει το -αι- του θ. (πρβλ. λαιός, σκαιός) και το επίθημα -ρός (πρβλ. αισχρός, φαιδρός). Η λ. συνδέεται πιθ. με μεσσαπικά - ιλλυρικά ανθρωπωνύμια Ledrus, Laidius, Σκερδι-λαΐδας, καθώς και με λιθουαν. pa-laidas «χαλαρός, ελεύθερος», pa-laida και leidžiu «λύνω, αφήνω». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το λαιμός].