κρώπιον

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρώπιον Medium diacritics: κρώπιον Low diacritics: κρώπιον Capitals: ΚΡΩΠΙΟΝ
Transliteration A: krṓpion Transliteration B: krōpion Transliteration C: kropion Beta Code: krw/pion

English (LSJ)

τό,

   A scythe, bill-hook, Pherecyd.154 J.:—in Hsch. κρώβιον (κρόβ- cod.).

German (Pape)

[Seite 1517] τό, die Sichel; Pherecyd. bei Poll. 10, 128; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κρώπιον: τό, δρέπανον, θέριστρον, Φερεκύδ. (110) παρὰ Πολυδ. Ι΄, 128· παρ᾿ Ἡσύχ. κρώβιον.

Greek Monolingual

κρώπιον και στον Ησύχ. κρώβιον, τὸ (Α)
1. δρέπανο
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη δίστομος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρώπιον προέρχεται πιθ. < κρώψ- και ανάγεται στην εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα (s)krō-p- της ΙΕ ρίζας (s)kre-p-, που αποτελεί παρεκτεταμένη (με χειλικό -ρ-) μορφή της ρίζας (s)kre- «κόβω». (Πρόκειται για παράλληλη μορφή της ρίζας (s)ker-, πρβλ. καρπός (Ι), σκέπαρνος, σκορπίος). Το επίθημα -ιον της λ. κρώπ-ιον δηλώνει εργαλείο (πρβλ. ακόντ-ιον, λυχν-ίον, χαλκ-ίον). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. kŗpāna- «ξίφος», μέσ. ιρλδ. corran «δρέπανο», λιθουαν. kerpu, kirpti «κόβω» και λατ. carpō «δρέπω καρπούς, καρπολογώ»].