λείτωρ
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Full diacritics: λείτωρ | Medium diacritics: λείτωρ | Low diacritics: λείτωρ | Capitals: ΛΕΙΤΩΡ |
Transliteration A: leítōr | Transliteration B: leitōr | Transliteration C: leitor | Beta Code: lei/twr |
ορος, ὁ,
A priest, ἀρωγὸς λ. Ath.Mitt.12.283 (Athens); λείτορες· ἱέρειαι (fort. ἱερεῖς), Hsch.; cf. λείτειραι, λειτορεύω, ὁμολείτωρ, λῃτῆρες, λήτωρ.
λείτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. Βλ. λήτωρ].