σποργίλος
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moineau, oiseau.
Étymologie: DELG vha. sperka, v-pruss. spergla- « moineau ».
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ-ίλος / σπέργ-ουλος συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό spurglis), ενώ ο τ. σπαράσιον (< σπαρ-Fάσιον) με τα γοτθ. sparwa, αρχ. άνω γερμ. sparo, αρχ. νορβ. sperr. Με τους τ. επίσης συνδέονται πιθ. το ελλ. ψάρ «το πουλί ψαρόνι» και το λατ. parra «όρνις». Από τους τ. σποργίλος, σπέργουλος και σπαράσιον αρχαιότερος είναι ο τ. σποργίλος σχηματισμένος με επίθημα -ιλος, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. ὀρχ-ίλος, τροχ-ίλος), ενώ ο τ. σπαράσιον εμφανίζει σπάνιο επίθημα (πρβλ. κοράσιον, κορυφάσιον). Για τον τ. σπέργουλος / πέργουλον βλ. λ. σπέργουλος.