ῥόα

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόα Medium diacritics: ῥόα Low diacritics: ρόα Capitals: ΡΟΑ
Transliteration A: rhóa Transliteration B: rhoa Transliteration C: roa Beta Code: r(o/a

English (LSJ)

ἡ, Ion. and Ep. ῥοιή; later ῥοιά, Arist.Col.796a21, Pr.923b25, al., Thphr.HP1.6.3, al., PHib.1.121.57 (iii B.C.), Gal.6.605:—

   A pomegranate-tree, Punica Granatum, Od.7.115, IG11(2).287 A 147 (ῥοαν), 155 (ῥοην) (Delos, iii B.C.).    II the fruit, pomegranate, h.Cer.372, 412, A.Fr.363, Ar.V.1268, Hermipp.36, Pl.Lg.845b, Thphr.HP7.13.4, IG11(2).161 B 44 (Delos, iii B.C.), Dsc.1.110.    2 knob shaped like a pomegranate, ῥοιαὶ χρύσεαι, ἀργύρεαι, Hdt.7.41; tassel of like shape,= ῥοΐσκος, LXX 3 Ki.7.18, J.AJ3.7.4, BJ5.5.7.—Cf. σίδη. [Both ῥοά and ῥοιά are oxyt. acc. to Hdn.Gr.1.301, 2.271.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥόα: ἡ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ῥοιή· παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἀττ. ῥοιά, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5. 21, Προβλ. 20. 9, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. πόα· - ῥοιά, κοινῶς «ῥῳδιά», Ὀδ. Η. 115, Λ. 589. ΙΙ. ὁ καρπὸς τῆς ῥοιᾶς, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 373, 412, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 328, Ἀριστοφ. Σφ. 1268, Ἀποσπ. 506, Ἕρμιππ. ἐν «Κέρκωψι» 3, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Νόμ. 845Β. 2) κόμβος ἔχων τὸ σχῆμα ῥοιᾶς, ῥοιαὶ χρύσεαι, ἀργύρεαι Ἡρόδ. 4. 143· κροσσὸς ὁμοίου σχήματος, ὡς τό ῥοΐσκος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 4, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7. - Πρβλ. σίδη.

French (Bailly abrégé)

c. ῥοιά.

Greek Monotonic

ῥόᾱ: ἡ, Ιων. και Επικ. ῥοιή, μεταγεν. ῥοιά,
I. ροδιά, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. καρπός της ροδιάς, ρόδι, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.
2. ρόζος που έχει σχήμα ροδιού, σε Ηρόδ.