τριπλῇ
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A v. τριπλόος.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλῇ: ἴδε τριπλόος.
French (Bailly abrégé)
v. τριπλόος.
English (Autenrieth)
threefold, thrice over, Il. 1.128†.
Greek Monolingual
Α
(ως επίρρ.) βλ. τριπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. τριπλῆ του επίθ. τριπλοῦς, -ῆ, -οῦν].
Greek Monotonic
τρῐπλῇ: δοτ. θηλ. του τριπλόος.
Russian (Dvoretsky)
τριπλῇ: adv. Hom., Luc. = τριπλᾷ.