ἀνάσχεσις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀνέχομαι)
A holding up, lifting up, προβοσκίδος, of an elephant, Plu.2.972b. 2 holding in suspense, τῶν δεινῶν Id.Num.13. 3 ἀ. ἡλίου rising of the sun, Arist.Mu.393b2(pl.).
German (Pape)
[Seite 210] ἡ, 1) das sich Erheben, ἡλίου, Sonnenaufgang, Arist. mund. 3, 10. – 2) das Ertragen, Dulden, Plut. Num. 13 τῶν δεινῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσχεσις: -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, ἀνοχή, καρτέρησις, τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. ἀνατολή, ἀνοχή.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 lever du soleil;
2 suspension ou cessation (d’un fléau).
Étymologie: ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 salida ἡλίου Arist.Mu.393b2
•elevación προβοσκίδος Plu.2.972b.
2 suspensión τῶν δεινῶν Plu.Num.13.
Greek Monotonic
ἀνάσχεσις: -εως, ἡ (ἀνέχομαι), ανοχή, εγκαρτέρηση, τῶν δεινῶν, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάσχεσις: εως ἡ1) поднятие (χειρός Plut. - v. l.);
2) восход (τοῦ ἡλίου Arst.);
3) устранение, прекращение (τῶν δεινῶν Plut.).