άπειρος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM ἄπειρος, -ον) πείρα
1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος
2. (απολ.) αδαής, αμαθής.———————— (II)
-η, -ο (AM ἄπειρος, -ον) πείραρ, πέρας]]
1. απεριόριστος, απέραντος
2. αμέτρητος, απειροπληθής
3. το ουδ. ως ουσ. το άπειρο(ν)
το αχανές, η άπειρη ύλη
νεοελλ.
φρ. «επ' άπειρον» — χωρίς τέλος, αιώνια
αρχ.
1. ο χωρίς τέλος, ατελεύτητος, κυκλικός
2. (για ενδύματα) αυτός στον οποίο μπλέκεται κανείς χωρίς διέξοδο, χωρίς διαφυγή.