αναδοσιά

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

(I)
και ανεδοσιά, η ανάδοση (ις)] 1
υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός
2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία του δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια.———————— (II)
και ανεδοσιά, η
1. άρνηση του να δώσει κανείς κάτι, φιλαργυρία, τσιγγουνιά
2. (για αγρούς κ.λπ.) έλλειψη γονιμότητας, αφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + δοσιά < δόση.