αναδοσιά
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Greek Monolingual
(I)
και ανεδοσιά, η ανάδοση (ις)] 1
υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός
2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία του δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια.
(II)
και ανεδοσιά, η
1. άρνηση του να δώσει κανείς κάτι, φιλαργυρία, τσιγγουνιά
2. (για αγρούς κ.λπ.) έλλειψη γονιμότητας, αφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + δοσιά < δόση.