δωρίζω

From LSJ
Revision as of 06:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

German (Pape)

[Seite 695] die Dorier nachahmen, bes. wie ein Dorier sprechen; Theocr. 15, 93; Strab. VI p. 333 u. II Sp.

French (Bailly abrégé)

parler dorien.
Étymologie: Δωρίς.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. δωρίσδω Theoc.15.93
1 hablar el dialecto dorio Theoc.l.c., Ps.Dicaearch.3.2, Demetr.Eloc.177, Str.8.1.2, D.Chr.10.23, Plu.Phil.2, 2.421b, A.D.Synt.279.24.
2 componer o cantar en dorio Hsch., en v. pas. δωρίζεται τὰ Ἀλκμᾶνος (ποιήματα) A.D.Synt.279.25.

Greek Monolingual

(I)
δωρίζω και δωρ. τ. δωρίσδω (Α)
1. μιμούμαι τους Δωριείς
2. παθ. είμαι γραμμένος στη δωρική διάλεκτο.———————— (II)
δωρίζω)
κάνω δωρεά, χαρίζω.

Russian (Dvoretsky)

δωρίζω: дор. δωρίσδω подражать дорянам или говорить на дорическом диалекте Theocr., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωρίζω, Dor. δωρίσδω [Δωρίς: Dorisch] Dorisch spreken.