μπακ
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
Greek Monolingual
(I)
το άκλ. ναυτ. πλωτό μέσο για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τη μια όχθη ενός ποταμού στην άλλη, πορθμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bac < λατ. baccus «δοχείο όπου τοποθετούνται υγρά»].———————— (II)
το
άκλ. (αθλ.) αμυντικὸς παίκτης ποδοσφαιρικής ομάδας, οπισθοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. back «πίσω»].