περσικός
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
German (Pape)
[Seite 603] persisch, s. nom. propr.; bes. – 1) οἱ περσικοί, auch τὰ περσικά u. ἡ περσαία, der Pfirsich, malum Persicum; aber μῆλον περσικόν od. μηδικόν ist die Citrone, μηλέα περσική od. μηδική der Citronenbaum, seltener der Pfirsichbaum. Auch sind αἱ περσικαί persische Nüsse, Wallnüsse, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 345. – 2) αἱ Περσικαί, eine Art seiner Schuhe od. Pantoffeln, Ar. Nubb. 151. – 3) τὸ Περσικόν, eine Art von persischem Tanze, Schneider Xen. An. 6, 6, 10.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / περσικός, -ή, -όν, ΝΜΑ Πέρσης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες
2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική
η περσική γλώσσα
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά
η περσική γλώσσα
2. φρ. «περσική γλώσσα»
γλωσσ. η επίσημη γλώσσα του Ιράν, η οποία ανήκει στον ιρανικό κλάδο της οικογένειας τών ινδοϊρανικών γλωσσών
μσν.-αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ περσική
η ροδακινιά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περσικὸν
το ροδάκινο
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. το φυτό ελένιο
2. το ουδ. εν. ως ουσ. ο περσικός χορός («τέλος δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῑτο», Ξεν.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Περσικά
οι Περσικοί Πόλεμοι, οι πόλεμοι μεταξύ Ελλήνων και Περσών
4. (το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περσικαί ή τὰ περσικά
είδος γυναικείων υποδημάτων, πασουμάκια
5. φρ. α) «περσικὸς ὄρνις» — ο κόκορας
β) «περσική καρύα» — η φουντουκιά
γ) «περσικὸν κάρυον» — το φουντούκι
δ) «ψιλὴ περσική» — είδος περσικού τάπητα.———————— (II)
-ή, -όν, Α Περσεύς
φρ. «Περσικὸς Πόλεμος» — ο πόλεμος εναντίον του Περσέως, του βασιλιά της Μακεδονίας.