ροδακινιά

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

η / ῥοδακινέα, ΝΜΑ βοτ.
κοινή ονομασία του οπωροφόρου δέντρου Προύνος ο περσικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδάκινον / ῥωδάκινον + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλέα, συκέα). Ο τ. ροδακινιά με συνίζηση (πρβλ. μηλιά, συκιά)].