φιλόμυθος

From LSJ
Revision as of 05:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμῡθος Medium diacritics: φιλόμυθος Low diacritics: φιλόμυθος Capitals: ΦΙΛΟΜΥΘΟΣ
Transliteration A: philómythos Transliteration B: philomythos Transliteration C: filomythos Beta Code: filo/muqos

English (LSJ)

ον,

   A fond of legends or fables, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Arist.Metaph.982b18, cf. Jul.Gal.39b: τὸ φ., = φιλομυθία, Str.1.2.8, Longin.9.11.    II talkative, Arist.EN1117b34, Fr.668 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1282] Sagen, Fabeln, Mährchen liebend, Freund von Sagen, Longin. 9, 11. – Auch redselig, geschwätzig; Arist. eth. 3, 10; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμῡθος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μύθους ἢ τὰς μυθικὰς διηγήσεις, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· τὸ φιλόμυθον = φιλομυθία, Στράβ. 19, Λογγῖν. 9. 11. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ λέγῃ πολλὰ, λάλος, «πολυλογᾶς», Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, Ἀποσπ. 618.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime les récits, les contes, les fables;
2 qui aime à parler, à causer, bavard.
Étymologie: φίλος, μῦθος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσουν οι μυθικές διηγήσεις
αρχ.
1. φλύαρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμυθον
η φιλομυθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μῦθος.

Greek Monotonic

φῐλόμῡθος: -ον, I. αυτός που αγαπά τους μύθους ή τις μυθικές διηγήσεις, σε Αριστ.
II. αυτός που του αρέσει η ομιλία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμῡθος: 1) любящий сказания, мифы Arst.;
2) словоохотливый Arst.