σφυρίον
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
τό,
A = σφυρίδιον, POxy.1658.6 (iv A.D.), etc.
σφῡρίον, τό, also proparox. σφύριον, Dim. of σφῦρα,
A small hammer, mallet, Thphr.HP5.7.8, PCair.Zen.759 (iii B.C.), Ph.Bel.65.40, Heliod. ap. Orib.46.11.28.
German (Pape)
[Seite 1052] τό, falsch σφύριον betont, dim. von σφῦρα, kleiner Hammer, Schlägel, Chirurg. vett.
Greek (Liddell-Scott)
σφῡρίον: τό, καὶ προπαροξ. σφύριον, ὑποκορ. τοῦ σφῦρα, μικρὰ σφῦρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 8, Φίλων Βελοπ. 65D.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α
σφυρίδιον
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί σφυρίδιον].———————— (II)
και σφύριον, τὸ, ΜΑ, και σφυρίν και σφυλίν Α
βλ. σφυρί.