κέρβερος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

ο (Α κέρβερος)
ως κύριο όν. ο Κέρβερος
μυθικό τέρας που είχε σώμα σκύλου, ένα ή περισσότερα κεφάλια και, αντί για ουρά, φίδι, τρομερός φύλακας τών πυλών του Άδη, ενώ αργότερα λεγόταν ότι είχε τρία σώματα
νεοελλ.
μτφ. αυστηρός και άγρυπνος επιτηρητής ή φύλακας («στάθηκε σαν κέρβερος από πάνω μου και δεν μπορούσα να κουβεντιάσω»)
αρχ.
1. ονομασία και άλλων σκύλων («ἔνδοξος δὲ καὶ ὁ Ἠπειρωτικὸς Κέρβερος καὶ ὁ Ἀλεξάνδρου», Πολυδ.)
2. ονομασία πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολη η σύνδεση του με τα αρχ. ινδ. karbara-, śarvara, śabala- «στικτός, παρδαλός», μολονότι κι αυτά αναφέρονται σε ανάλογες περιπτώσεις σκύλων της ινδικής μυθολογίας. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού μεσογειακού γλωσσικού υποστρώματος, την οποία ενδεχομένως δανείστηκε και η Αρχαία Ινδική].