ὑμνῳδός

From LSJ
Revision as of 14:30, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνῳδός Medium diacritics: ὑμνῳδός Low diacritics: υμνωδός Capitals: ΥΜΝΩΔΟΣ
Transliteration A: hymnōidós Transliteration B: hymnōdos Transliteration C: ymnodos Beta Code: u(mnw|do/s

English (LSJ)

όν,

   A singing hymns, κόραι Id.HF394 (lyr.); σοφὴν θεῶν ὑμνῳδόν Diog.Ath.1.5; ὑμνῳδοί, οἱ, choral singers, Jahresh. 11.103 (Pergam., i A.D.), 15.48 (Notium), BMus.Inscr.481*.296 (Ephesus), CIG3148.39 (Smyrna), etc.

German (Pape)

[Seite 1179] Hymnen und Lieder singend, κόραι Eur. Herc. fur. 394.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui chante un hymne ou des hymnes.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.

Greek Monolingual

ο, η / ὑμνῳδός, -όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α
αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους
νεοελλ.
1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί
άτομα που έψαλλαν ύμνους και χόρευαν.
επίρρ...
ὑμνῳδῶς Μ
με υμνωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ-ῳδός].

Greek Monotonic

ὑμνῳδός: -όν (ᾠδή), υμνητής, ὑμνῳδοὶ κόραι, κόρες, παρθένες που ψάλλουν ύμνους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνῳδός: поющий гимны (κόραι Eur.).