κοινοβουλέω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A deliberate in common, X.Lac.13.1:—Med., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1468] gemeinschaftlich berathschlagen, Xen. Lac. 13, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοβουλέω: ἀποφασίζω ἀπὸ κοινοῦ, συσκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Λακ. 13. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
délibérer en commun.
Étymologie: κοινός, βουλή.
Greek Monotonic
κοινοβουλέω: (βουλή), αποφασίζω από κοινού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κοινοβουλέω: совместно обсуждать, совещаться Xen.