λυσσόω
From LSJ
Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.
English (LSJ)
A enrage, madden:—Pass., to be or grow furious, Ps.-Phoc. 122.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσόω: κάμνω τινὰ λυσσαλέον, μαινόμενον, Ἐπικ. μετοχ. λυσσώων Ἀνθ. Π. 5. 266, Μανέθων 1. 244· ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι μανιώδης, Ψευδο-Φωκυλ. 114.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre en rage ; Pass. être en rage.
Étymologie: λύσσα.
Greek Monotonic
λυσσόω: (λύσσα), εξοργίζω, τρελαίνω· Επικ. μτχ. λυσσώων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λυσσόω: приводить в неистовство (λυσσώων ἔρως Anth.).