λινόκροκος
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
ον,
A flaxwoven, φᾶρος E.Hec.1081.
German (Pape)
[Seite 49] von Flachs gewebt, leinen, φᾶρος, vom Segel, Eur. Hec. 1081.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόκροκος: -ον, ὑφασμένος διὰ λινῆς κρόκης, φᾶρος Εὐρ. Ἑκ. 1081.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au tissu de lin.
Étymologie: λίνον, κρέκω.
Greek Monolingual
λινόκροκος, -ον (Α)
υφασμένος με λινή κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κρόκος (πρβλ. διά-κροκος].
Greek Monotonic
λῐνόκροκος: -ον (κρέκω), υφασμένος από λινή κλωστή, λινός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόκροκος: сотканный из льна, льняной (φᾶρος Eur.).