ἐλευθεροστομέω
English (LSJ)
A to be free of speech, A.Pr.182 (lyr.), E.Andr.153; in later Prose, Ph.1.474, al.
German (Pape)
[Seite 796] freimüthig reden; Aesch. Prom. 180 Eur. Andr. 153.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθεροστομέω: ὁμιλῶ ἐλευθέρως, παρρηπάζομαι, ἄγαν δ’ ἐλευθεροστομεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 182, Εὐρ. Ἀνδρ. 153· πρβλ. ἐξελευθερόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler en toute liberté, parler franchement.
Étymologie: ἐλευθερόστομος.
Spanish (DGE)
c. suj. de pers. hablar con libertad, con franqueza ἄγαν δ' ἐλευθεροστομεῖς A.Pr.180, cf. E.Andr.153, Epiph.Const.Haer.24.10.1, πρὸς τὸν ἑαυτοῦ ... ἡγεμόνα Ph.1.474, πρὸς τοὺς ἀπίστους Chrys.Fem.Reg.1.19, cf. Eus.PE 6.6.2, ἀτρόμῳ γλώττῃ ἐ. Eus.MP 4.9
•suj. el discurso expresarse con libertad οἱ λόγοι δὲ οὐδὲν νῦν τι δέονται πόλεως, ὥστε ἐλευθεροστομῆσαι Synes.Regn.3.
Greek Monotonic
ἐλευθεροστομέω: μέλ. -ήσω (στόμα), μιλώ ελεύθερα, με θάρρος, με παρρησία, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλευθεροστομέω: говорить непринужденно, быть откровенным Aesch., Eur.