ἀμέτοχος

From LSJ
Revision as of 16:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέτοχος Medium diacritics: ἀμέτοχος Low diacritics: αμέτοχος Capitals: ΑΜΕΤΟΧΟΣ
Transliteration A: amétochos Transliteration B: ametochos Transliteration C: ametochos Beta Code: a)me/toxos

English (LSJ)

ον,

   A having no share of, free from, ἐγκλημάτων interp. in Th.1.39; ἀγαθῶν Epicur.Fr.364; ἀρετῆς, κακίας Stoic.3.90, cf. S.E.M.7.93; Αἰὼν μεταβολῆς ἀ. SIG1125.11 (Eleusis), cf. Ph.1.17, Hierocl.p.33.7A., Alex. Aphr.in Metaph.644.12, Dsc.5.87; ἀ. ὕλης οὐσία Plot.3.5.2; πολλὰ ἑνὸς ἀ. Procl. in Prm.p.559S.; without gen., Phld.Ir.p.63W.

German (Pape)

[Seite 123] nicht Theil habend, Thuc. 1, 39 ἐγκλημάτων; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέτοχος: -ον, ὁ μὴ λαμβάνων ἢ ὁ μὴ ἔχων μέρος ἔν τινι, ἐγκλημάτων Θουκ. 1. 39 (ἂν καὶ αἱ λέξεις εἶναι πιθανῶς νόθοι, ἀλλὰ πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 93).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne participe pas à, gén..
Étymologie: ἀ, μετέχω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no participa de c. gen. (ἄτομος) ἀ. κενοῦ Epicur.Fr.[153], θεοὶ πάντων ἀγαθῶν ... ἀ. Epicur.Fr.364U., πάσης ... κακίας Chrysipp.Stoic.3.90, μεταβολῆς IG 22.4705.11 (Eleusis I a.C.), γεώδους οὐσίας ἀ. (ἄνθρωπος) Ph.1.49, ἄμμου ἢ ψαφαρίας Dsc.1.97, ἁλυκότητος Dsc.5.87, τῆς τούτου δυνάμεως S.E.M.7.93, πάσης φωνῆς Hierocl.p.33, ψυχῆς Hierocl.p.53, εὐδαιμονίας Max.Tyr.37.8, ὕλης Plot.3.5.2, τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ λευκοῦ Alex.Aphr.in Metaph.644.12, ἑνός Procl.in Prm.725.30, τῆς ζωῆς de la vida de la gracia que proporciona el bautismo, Ammon.Ac.M.85A.561B
abs., Phld.Ir.63.
2 adv. -ως sin complicidad Eust.1946.32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμέτοχος, -ον) μετέχω
αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε κάτι, ξένος, άσχετος.

Greek Monotonic

ἀμέτοχος: -ον (μετέχω), αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι, με γεν., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμέτοχος: не принимающий участия, непричастный, чуждый (τινος Thuc., Plut., Sext.).