ἀμοιρέω

From LSJ
Revision as of 11:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοιρέω Medium diacritics: ἀμοιρέω Low diacritics: αμοιρέω Capitals: ΑΜΟΙΡΕΩ
Transliteration A: amoiréō Transliteration B: amoireō Transliteration C: amoireo Beta Code: a)moire/w

English (LSJ)

   A have no lot or share in, ὑγροῦ Placit.1.3.1, cf. Phld.Rh.1. 45 S., Ph.2.9, Plu.Alex.23, etc.; get no benefit from, c. gen., Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.4.104: also in Pass., c. gen., Steph. in Hp.1.222 D.

German (Pape)

[Seite 127] untheilhaftig sein, Phil.; τινός, Plut. Alex. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιρέω: δὲν ἔχω κλῆρον ἢ μερίδιον ἔν τινι πράγματι, Θαλῆς παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 292· μ. γεν., Πλουτ. Ἀλέξ. 23, κτλ. Ἐντεῦθεν ἀμοίρημα, τό, ἀτύχημα, ἀκλήρημα, ἴδε ΘΣ., πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀμύρημα.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἠμοίρησα;
n’avoir point part à, être dépourvu de, gén..
Étymologie: ἄμοιρος.

Spanish (DGE)

• Grafía: inf. graf. ἀμυρεῖν Hsch.
I c. gen.
1 carecer de, verse privado de φυσιογνωμονίης Hp. en Gal.19.530, τούτων Phld.Rh.p.85Aur., θἀτέρου Phld.Rh.2.127, ἐλπίδος χρηστῆς Ph.2.9, τῶν γὰρ ἐφικτῶν οὐδενός Ph.2.218, ταφῆς I.AI 8.240, χάριτος οὐδεμιᾶς Plu.Alex.23, φιλοσοφίας Plu.2.8a, τοῦ εἰκότος Plu.2.1013b, παραμυθίας Plu.2.242f, δείξεως A.D.Synt.114.27, τῆς τοιαύτης σημασίας A.D.Synt.204.7, προσώπων ἡ μετοχὴ ἀ. A.D.Synt.82.27, ἱματίων Procop.Goth.4.19.17, τῆς ἐλλάμφεως τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ Steph.in Hp.1.222
tb. abs. ἀμοιροῦντα δὲ ξηραίνεται las que carecen (de agua) se secan, Placit.1.3.1.
2 no sacar provecho de τῆς ἀγαθουργοῦ τῶν ἀστέρων ἀπορροίας Iul.Laod. en Cat.Cod.Astr.4.104.
II abs. inutilizarse, ser inútil ἡ κατασκευασθεῖσα ὑφ' ἡμῶν διόπτρα Hero Dioptr.188.20.

Greek Monotonic

ἀμοιρέω: δεν έχω μερίδιο σε κάτι, με γεν., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιρέω: быть лишенным (χάριτος οὐδεμίας Plut.): αἰτίας ἀ. παντάπασιν Plut. быть ни в чем не повинным.