μαντιπολέω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
A prophesy, A.Ag.979 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
μαντῐπολέω: προφητεύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 979· - ἐκ τοῦ μαντιπόλος, ον, μαινόμενος, ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, Βάκχη Εὐρ. Ἑκ. 123· Ἀπόλλων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 31.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
prédire l’avenir.
Étymologie: μαντιπόλος.
Greek Monotonic
μαντῐπολέω: μέλ. -ήσω, προφητεύω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μαντῐπολέω: заниматься предсказаниями, прорицать Aesch.