ἀμφιλαχαίνω

From LSJ
Revision as of 16:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιλαχαίνω Medium diacritics: ἀμφιλαχαίνω Low diacritics: αμφιλαχαίνω Capitals: ΑΜΦΙΛΑΧΑΙΝΩ
Transliteration A: amphilachaínō Transliteration B: amphilachainō Transliteration C: amfilachaino Beta Code: a)mfilaxai/nw

English (LSJ)

   A dig, hoe round, φυτὸν ἀμφελάχαινεν Od.24.242.

German (Pape)

[Seite 140] umgraben, umhacken, φυτόν Od. 24, 242.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιλαχαίνω: περισκάπτω ἢ διὰ τῆς σκαπάνης περικαθαίρω, «ξεβοτανίζω·» φυτὸν ἀμφιλάχαινεν Ὀδ. Ω. 242.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἀμφελάχαινεν;
bêcher autour.
Étymologie: ἀμφί, λαχαίνω.

English (Autenrieth)

dig about; φυτόν, Od. 24.242†.

Spanish (DGE)

(ἀμφιλᾰχαίνω) escarbar alrededor de φυτόν Od.24.242.

Greek Monolingual

ἀμφιλαχαίνω (Α)
1. σκάβω γύρω από κάτι, σκαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + λαχαίνω.

Greek Monotonic

ἀμφιλαχαίνω: μόνο στον παρατ., σκάβω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιλᾰχαίνω: окапывать (φυτόν Hom.).