ἀναθηλέω

From LSJ
Revision as of 16:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθηλέω Medium diacritics: ἀναθηλέω Low diacritics: αναθηλέω Capitals: ΑΝΑΘΗΛΕΩ
Transliteration A: anathēléō Transliteration B: anathēleō Transliteration C: anathileo Beta Code: a)naqhle/w

English (LSJ)

   A sprout afresh, οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236.

German (Pape)

[Seite 188] wieder aufgrünen, Il. 1, 236.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθηλέω: ὡς τὸ ἀναθάλλω, βλαστάνω ἐκ νέου, οὐδ’ ἀναθηλήσει, οὐδ’ ἀναβλαστήσει, Ἰλ. Α. 236.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser ou fleurir de nouveau.
Étymologie: ἀνά, θάλλω.

English (Autenrieth)

(θάλλω): bloom again, fut., Il. 1.236†.

Spanish (DGE)

reverdecer, retoñar τόδε σκῆπτρον ... οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236, ῥίζη δ' ἀναθηλήσει Orac.Sib.11.252
fig. αὐτίκα γάρ μοι χρὼς ἀναθηλήσει κρατὶ μελαινομένῳ AP 5.264 (Paul.Sil.).

Greek Monotonic

ἀναθηλέω: μέλ. -ήσω (θάλλω), ξαναβλασταίνω, φυτρώνω εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθηλέω: вновь зацветать или вновь зеленеть Hom., Anth.