ἀποψεύδομαι
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
A cheat grossly: c. acc., forge, πρόφασιν J.BJ4.3.5:— Pass., to be quite cheated of, τῆς ἐλπίδος Plu.Marc.29.
German (Pape)
[Seite 337] dep. med., verstärktes ψεύδομαι, Ios. – Pass., getäuscht werden, τῆς ἐλπίδος, in einer Hoffnung, Plut. Marc. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποψεύδομαι: ἀποθ. παχυλῶς ψεύδομαι, ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. κατασκευάζω, ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. ἀποτυγχάνω, οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29.
French (Bailly abrégé)
être déçu : τῆς ἐλπίδος être frustré de son espérance.
Étymologie: ἀπό, ψεύδομαι.
Spanish (DGE)
1 tr. falsear πρόφασιν I.BI 4.146 (cód.), cf. Mac.Magn.Apocr.3.8 (p.66.2).
2 intr. engañarse οὐδ' ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Plu.Marc.29.
Greek Monolingual
ἀποψεύδομαι (Α)
1. επινοώ κάτι εντελώς ψευδές
2. παθ. διαψεύδομαι σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀποψεύδομαι: Παθ., διαψεύδομαι εντελώς από κάτι, εξαπατώμαι, σφάλλω, αποτυγχάνω σε, με γεν., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποψεύδομαι: обманываться (τῆς ἐλπίδος Plut.).