ἀρτοποιός
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
English (LSJ)
ὁ,
A bread-maker, baker, X.Cyr.5.5.39, J.AJ15.9.2.
German (Pape)
[Seite 363] ὁ, der Bäcker, Xen. Cyr. 5, 5, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἄρτον, ἀρτοποιός, «ψωμᾶς», Ξεν. Κύρ, 5. 5, 39· πρβλ. ἀρτοκόπος καὶ Λοβ. Φρύν. 222.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
boulanger.
Étymologie: ἄρτος, ποιέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ, ἡ
tahonero, panadero como oficio adscrito al servicio de reyes asiáticos, persas δῶρα ἄγοντες, ὁ μέν τις οἰνοχόον καλόν, ὁ δ' ὀψοποιὸν ἀγαθόν, ὁ δ' ἀρτοποιόν X.Cyr.5.5.39, lidios, de la panadera de Creso, Plu.2.401e, en Roma, Lyd.Mag.3.7
•gener. IG 22.10B.3 (V/IV a.C.), Plu.Alex.22, καταστήσας ἀρτοποιοὺς καὶ παρέχων ἑτοίμας τὰς τροφάς como obra benéfica de Herodes para los ancianos, I.AI 15.309, cf. PSAAthen.55re.8 (rom.).
Greek Monolingual
ο (Α αρτοποιός)
αυτός που κατασκευάζει άρτο, ο ψωμάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -ποιός < ποιώ].
Greek Monotonic
ἀρτοποιός: ὁ (ποιέω), αρτοποιός, φούρναρης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτοποιός: ὁ и ἡ Xen., Plut. = ἀρτοκόπος.