νουθετητέος

From LSJ
Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετητέος Medium diacritics: νουθετητέος Low diacritics: νουθετητέος Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΤΕΟΣ
Transliteration A: nouthetētéos Transliteration B: nouthetēteos Transliteration C: nouthetiteos Beta Code: nouqethte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be admonished, E.Ba.1256, Ion 436.    2 νουθετητέον, one must warn, Arist.Pol.1260b6.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετητέος: -α, -ον, ῥημ. επίθ., ἐπίθ. ὃν δεῖ νουθετεῖν, Εὐρ. Βάκχ. 1256, Ἴων 436. 2) νουθετητέον, δεῖ νουθετεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 13, 14.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de νουθετέω.

Greek Monotonic

νουθετητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.
2. νουθετητέον, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.