ἀστύφελος
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
[ῠ], η, on (ος, ον AP9.413 (Antiphil.)),
A not rugged, πατρίς Thgn.1044.
German (Pape)
[Seite 379] ἀστυφέλη Theogn. 1044, nicht rauh, = ὁμάλη, νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστύφελος: -η, -ον, Θέογν. 1040, ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 413.˙― οὐχὶ τραχύς, οὐχὶ πετρώδης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non raboteux, non rude, uni.
Étymologie: ἀ, στυφελός.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [-ος, -ον AP 9.413 (Antiphil.)]
ref. al suelo no accidentado, suave πόλις Thgn.1044, νησίς AP l.c., Dionysius 1.3.
Greek Monolingual
ἀστύφελος, -ον (Α) στυφελός
αυτός που δεν είναι τραχύς ή πετρώδης.
Greek Monotonic
ἀστύφελος: -η, -ον και -ος, -ον, αυτός που δεν είναι τραχύς, ομαλός, σε Θέογν., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστύφελος: (ῠ) не каменистый, ровный (νησὶς ὁμαλὴ καὶ ἀ. Anth.).