βροντησικέραυνος

From LSJ
Revision as of 17:58, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροντησικέραυνος Medium diacritics: βροντησικέραυνος Low diacritics: βροντησικέραυνος Capitals: ΒΡΟΝΤΗΣΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: brontēsikéraunos Transliteration B: brontēsikeraunos Transliteration C: vrontisikeravnos Beta Code: bronthsike/raunos

English (LSJ)

ον,

   A sending thunder and lightning, Νεφέλαι Ar.Nu.265 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

βροντησικέραυνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων βροντὴν καὶ ἀστραπὴν ἢ κεραυνόν, νεφέλη Ἀριστοφ. Νεφ. 265.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé de foudre et de tonnerre (nuage).
Étymologie: βροντάω, κεραυνός.

Spanish (DGE)

-ον
portador de rayos y truenos Νεφέλαι Ar.Nu.265.

Greek Monolingual

βροντησικέραυνος, -ον (Α)
(για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι- < βροντώ + -κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

βροντησικέραυνος: -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βροντησικέραυνος: испускающий гром и молнии, т. е. грозовой (νεφέλαι Arph.).