δεκτέος

From LSJ
Revision as of 18:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκτέος Medium diacritics: δεκτέος Low diacritics: δεκτέος Capitals: ΔΕΚΤΕΟΣ
Transliteration A: dektéos Transliteration B: dekteos Transliteration C: dekteos Beta Code: dekte/os

English (LSJ)

α, ον, (δέχομαι)

   A to be received, Luc.Herm.74.    II δεκτέον, one must take or understand, Str.10.2.22, Sch.Th.Oxy. 853 vii 9.

Greek (Liddell-Scott)

δεκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέχομαι, ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut recevoir.
Étymologie: adj. verb. de δέχομαι.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que puede ser aceptado, aceptable, ἀρχή Luc.Herm.74, δεκτέα γὰρ ταῦτα τῷ Θεῷ Ath.Al.M.26.1249B.

Greek Monotonic

δεκτέος: -α, -ον, ρημ. επιθ. του δέχομαι, αυτός που πρέπει να γίνει δεκτός, αποδεκτός, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκτέος -α -ον, adj. verb. van δέχομαι, die aangenomen moet worden.

Russian (Dvoretsky)

δεκτέος: adj. verb. к δέχομαι.