δυσπόριστος
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ον,
A hard to come by or procure, opp. εὐπ., Epicur. Ep.3p.63U., cf. Phld.Herc.1251.12, D.H.1.37, D.Chr.7.152, Muson. Fr.18A p.94 H., Plu.2.156f; σχήματα Alex.Fig.1.1; δ. ἡ ἀρετὴ τοῦ σωφρονεῖν J.AJ19.2.5; τὸ δ. difficulty of getting, τῶν ἀναγκαίων Ph.1.19, cf. Plu.Sol.23.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu verschaffen, D. Hal. 1, 37 u. Sp.; τὸ δ., die Schwierigkeit etwas anzuschaffen, Plut. Sol. 23.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπόριστος: -ον, ὁ διὰ πολλοῦ κόπου ποριζόμενος, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 156F· τὸ δ., δυσκολία περὶ τὸ κτήσασθαι, Πλούτ. Σόλ. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on se procure difficilement ; τὸ δυσπόριστον le manque.
Étymologie: δυσ-, πορίζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas difícil de adquirir o conseguir, escaso de materiales de construcción, D.H.1.37, τροφή Corn.ND 28, Muson.18A (p.112), Ast.Am.Hom.9.9.3, de manjares, Plu.2.125a, de plantas medicinales, Gal.13.638, Paul.Aeg.3.78.24, c. dat. τὸ νέκταρ αὐτῷ δυσπόριστον Plu.2.156f, δ. ψηφίς piedra preciosa difícil de encontrar Soz.HE proem.2
•de abstr. difícil de lograr o conseguir en la ética epicúrea τὸ μὲν φυσικὸν πᾶν εὐπόριστόν ἐστι, τὸ δὲ κενὸν δυσπόριστον Epicur.Ep.[4] 130, cf. Luc.Cyn.8, Clem.Al.Strom.4.23.149, στερήσε[ις] ἐνίων ὡς δυσπορίστων privaciones de algunas cosas por ser difíciles de conseguir Phld.Elect.12.10, cf. Epicur.Sent.[5] 26, Diog.Oen.NF 131.6
•gener. ἡ ἀρετὴ τοῦ σωφρονεῖν I.AI 19.210, τὸ τῶν ἡδονῶν εἶδος D.Chr.7.152, τὰ δ' (ζητούμενα) ὑπὸ τῆς ψυχῆς ... δυσπόριστα Diog.Oen.2.2.1
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de conseguir, escasez c. gen. τῶν ἀναγκαίων Ph.1.19, cf. Plu.Sol.23, Porph.Abst.2.13.
2 fig. difícil de captar λήμματα Plu.Lys.25, c. dat. τῷ πλήθει δ. ... σχήματα Alex.Fig.1.1.
II adv. -ως con dificultades para conseguir fig. δ. ἔχειν περὶ τὴν τῶν ἐξαιρέτων ἀπόδειξιν Pall.V.Chrys.1.55, cf. Eust.Pind.4.
Greek Monolingual
δυσπόριστος, -ον (Α)
1. δύσπορος
2. δύσκολος.
Greek Monotonic
δυσπόριστος: -ον (πορίζω), αυτός που αποκτιέται με πολύ κόπο· τὸ δ., δυσκολία απόκτησης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπόριστος:
1) с трудом добываемый (δ. καὶ σπάνιος Plut.);
2) натянутый, вымученный (λήμματα Plut.).