ἔγχουσα

From LSJ
Revision as of 19:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχουσα Medium diacritics: ἔγχουσα Low diacritics: έγχουσα Capitals: ΕΓΧΟΥΣΑ
Transliteration A: énchousa Transliteration B: enchousa Transliteration C: egchousa Beta Code: e)/gxousa

English (LSJ)

ἡ, Att. for ἄγχουσα (q. v.), Ar.Lys.48, X.Oec.10.2.

German (Pape)

[Seite 714] ἡ, = ἄγχουσα, Xen. Oec. 10, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχουσα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ ἄγχουσα, φυτὸν ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ ὁποίου ἐξάγεται ἐρυθρὰ βαφή, Ἀριστοφ. Λυσ. 48, Ξεν. Οἰκ. 10, 2.· ἄγχουσα, ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 8, 3, διαφ. γραφ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 3. Καθ’ Ἡσύχ. «ἄγχουσα· ῥίζα τις (ᾗ) παρειὰς ἐρυθραίνουσιν αἱ γυναῖκες».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att.
plante, c. ἄγχουσα.

Spanish (DGE)

v. ἄγχουσα.

Greek Monotonic

ἔγχουσα: ἡ, το φυτό ἄγχουσα, από τη ρίζα του οποίου παράγεται κόκκινη βαφή, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἔγχουσα: ἡ Arph., Xen. = ἄγχουσα.