Ἐπιμηθεύς

From LSJ
Revision as of 20:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἐπιμηθεύς Medium diacritics: Ἐπιμηθεύς Low diacritics: Επιμηθεύς Capitals: ΕΠΙΜΗΘΕΥΣ
Transliteration A: Epimētheús Transliteration B: Epimētheus Transliteration C: Epimitheys Beta Code: *)epimhqeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A Epimetheus, Afterthought, brother of Prometheus, Forethought, Hes.Op.85, Pl.Prt.320d; Ἐ. ἁμαρτίνοος Hes. Th.511; ὀψίνοος Pi.P.5.27; τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως ἔργον, οὐ Προμηθέως Luc.Prom.Es7.

Greek (Liddell-Scott)

Ἐπιμηθεύς: έως, ὁ, (μῆδος) ὁ κατόπιν σκεπτόμενος, ἀπροβούλευτος, ἀδελφὸς τοῦ Προμηθέως, τοῦ προηγουμένως σκεπτομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 85· Ἐπιμηθεὺς ἁμαρτίνοος Ἡσ. Θ. 511· ὀψίνοος Πινδ. Π. 5. 35. ― Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δύο ἀδελφῶν φέρονται ἐν ποικίλαις παροιμίαις, τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως ἔργον, οὐ Προμηθέως Λουκ. Προμ. 7· Ἐπιμηθεῖ οὐκ ἔστι τὸ μέλειν, ἀλλὰ τὸ μεταμέλειν Συνέσ., ἴδε Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ., πρβλ. πρόφασις ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Épiméthée « qui réfléchit après coup », frère de Prométhée « qui réfléchit avant ».
Étymologie: ἐπί, μανθάνω.

Greek Monotonic

Ἐπιμηθεύς: -έως, ὁ (μῆδος), ο Επιμηθέας, αυτός που σκέφτεται κατόπιν, αδερφός του Προμηθέα, δηλ. αυτού που σκέφτεται από πριν, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

Ἐπιμηθεύς: дор. Ἐπιμᾱθεύς, έως ὁ Эпиметей, «обращенный мыслью назад», «крепкий задним умом» (сын Иапета, брат Прометея, супруг Пандоры) Hes., Pind., Plat.: τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως ἔργον, οὐ Προμηθέως погов. Luc. менять решение - дело Эпиметея, а не Прометея («обращенного мыслью вперед»).