ἐργοδότης

From LSJ
Revision as of 20:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργοδότης Medium diacritics: ἐργοδότης Low diacritics: εργοδότης Capitals: ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: ergodótēs Transliteration B: ergodotēs Transliteration C: ergodotis Beta Code: e)rgodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who farms out work, X.Cyr. 8.2.5, CIG3467.22 (Sardes); un-Attic, acc. to Phryn.326 ; incorrectly used of workmen, Aret.SD1.6.

German (Pape)

[Seite 1020] ὁ, der Arbeit giebt, Lohnherr, Xen. Cyr. 8, 2, 5; nach Poll. 7, 182 ὁ ἐκδιδούς; Phryn. verwirft das Wort.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργοδότης: -ου, ὁ, ὁ παρέχων ἐργασίαν, ἀντίθετον τῷ ἐργολάβος, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui donne leur tâche aux ouvriers.
Étymologie: ἔργον, δίδωμι.

Greek Monolingual

ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM ἐργοδότης
Μ θηλ. ἐργοδότρια)
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
μσν.
ἡ ἐργοδότρια
η υπεύθυνη μοναστηριού για την κατανομή τών έργων στις μοναχές.

Greek Monotonic

ἐργοδότης: -ου, ὁ, αυτός που παρέχει εργασία, αντίθ. προς το ἐργολάβος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐργοδότης: ου ὁ работодатель, наниматель, заказчик Xen.