ἰδιόμορφος

From LSJ
Revision as of 22:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐόμορφος Medium diacritics: ἰδιόμορφος Low diacritics: ιδιόμορφος Capitals: ΙΔΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: idiómorphos Transliteration B: idiomorphos Transliteration C: idiomorfos Beta Code: i)dio/morfos

English (LSJ)

ον,

   A of peculiar form, Thphr.HP9.13.6, Str.4.6.10, Plu.Mar.25.

German (Pape)

[Seite 1236] von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόμορφος: -ον, ἔχων ἰδίαν μορφήν, Στράβ. 207, Πλουτ. Μάρ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une forme particulière.
Étymologie: ἴδιος, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος, τερατό-μορφος].

Greek Monotonic

ἰδιόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει περίεργη μορφή, ιδιαίτερη μορφή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιόμορφος: своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.).