Κάλχας
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
αντος, ὁ, voc. Κάλχαν or
A Κάλχα Il.1.86:—Calchas, the Greek Seer at Troy, ib.69, al.: prob. connected with foreg.11.
Greek (Liddell-Scott)
Κάλχας: αντος, ὁ, ὁ τῶν Ἑλλήνων μάντις ἐν Τροίᾳ, Ἰλ.· κλητ. Κάλχαν ἢ -α, La Roche Text-Kr. σ. 293. (Ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς αὐτῆς καὶ τὸ καλχαίνω ῥίζης, = ὁ Ἐρευνῶν).
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ) :
voc. -αν;
Calchas, devin fameux.
Greek Monotonic
Κάλχας: -αντος, ὁ, ο Κάλχας, ο Μάντης των Ελλήνων στην Τροία, κυρίως ο Ερευνητής.
Russian (Dvoretsky)
Κάλχας: αντος ὁ Калхант (сын Тестора, прорицатель в стане ахейцев) Hom. etc.