πολύχρηστος

From LSJ
Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρηστος Medium diacritics: πολύχρηστος Low diacritics: πολύχρηστος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: polýchrēstos Transliteration B: polychrēstos Transliteration C: polychristos Beta Code: polu/xrhstos

English (LSJ)

ον,

   A useful for many purposes, very useful, Arist.GA789b9, Pol.1337b26, Dsc. 1.1, Gal.6.534,480 (Sup.); τὸ π. Corn.ND9: Comp., Muson.Fr. 20p.112H., Alex.Aphr. in Top.277.4. Adv. -τως v.l. in Paul.Aeg.7.16.

German (Pape)

[Seite 677] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρηστος: -ον, ὁ εἰς πολλὰ χρήσιμος, λίαν χρήσιμος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très utile ; très employé.
Étymologie: πολύς, χρηστός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που είναι πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», Αριστοτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύχρηστον
η πολυχρηστία.
επίρρ...
πολυχρήστως
κατά πολύχρηστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρηστός (< χρῶμαι), πρβλ. εύ-χρηστος].

Greek Monotonic

πολύχρηστος: -ον, χρήσιμος για πολλούς λόγους, για πολλά πράγματα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πολύχρηστος: весьма полезный (πρός τι Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχρηστος -ον [πολύς, χρηστός] zeer nuttig.