σακκίον

From LSJ
Revision as of 12:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκίον Medium diacritics: σακκίον Low diacritics: σακκίον Capitals: ΣΑΚΚΙΟΝ
Transliteration A: sakkíon Transliteration B: sakkion Transliteration C: sakkion Beta Code: sakki/on

English (LSJ)

Att. σᾰκίον, τό, Dim. of σάκκος or σάκος,

   A small bag, σ. θερμά poultices, Hp.Loc.Hom.39, cf. X.An.4.5.36, Ostr.Bodl. i 321 (ii B.C., -κκ-), Dsc.5.109; σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται a bag, such as those in which... Ar.Fr.328.    2 later, sackcloth, mourning, Men.544.4, J.AJ2.3.4, Plu.2.168d.

German (Pape)

[Seite 858] att. σάκιον, τό (s. oben), dim. von σάκκος, kleiner Sack, Beutel; Xen. An. 4, 5, 36, D. Sic. 13, 106, kleiner Durchschlag, kleines Seihetuch. – Die Betonung σάκκιον ist falsch.

Greek (Liddell-Scott)

σακκίον: Ἀττ. σᾰκίον, τό, ὑποκορ. τοῦ σάκκοςσάκος, μικρὸς σάκκος, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 36· σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται, σακκίδιον ὡς ἐκεῖνα ἐν οἷς ..., Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 305. 2) παρὰ μεταγεν., ἔνδυμα τρίχινον, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσι» 4· πένθος, Βυζ.

Greek Monolingual

και αττ. τ. σακίον, τὸ Α
βλ. σακί.

Greek Monotonic

σακκίον: Αττ. σᾰκίον, τό,
1. υποκορ. του σάκκος ή σάκος, μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι, πουγκί, σε Ξεν.
2. χοντρό ένδυμα από τρίχες κατσίκας, που το φορούσαν σε ένδειξη πένθους, το ίδιο το πένθος, σε Μένανδρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σακ(κ)ίον -ου, τό zakje; geneesk.. σακκία θερμά warme kompressen Hp.