Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκολιότης

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐότης Medium diacritics: σκολιότης Low diacritics: σκολιότης Capitals: ΣΚΟΛΙΟΤΗΣ
Transliteration A: skoliótēs Transliteration B: skoliotēs Transliteration C: skoliotis Beta Code: skolio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A crookedness, σ. τῆς καμπῆς, of a Parthian bow, Plu.Crass.24: in pl., the windings of a stream, Str.10.2.19; of windings generally, Id.12.8.15.    II metaph., inequality, σκολιότητα ἔχειν to be unequally affected, Hp.Acut. (Sp.) 22.    2 of men, crookedness, dishonesty, LXX Ez.16.5.

German (Pape)

[Seite 902] ητος, ἡ, Krümmung, Biegung, Windung, Schiefe, καμπῆς, Plut. Crass. 24; übertr., Unredlichkeit, Tücke, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιότης: -ητος, ἡ, τὸ σκολιόν, ἡ κυρτότης, τὸ λοξόν, σκ. καμπῆς, ἐπὶ τοῦ Παρθικοῦ τόξου, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ποταμοῦ, κτλ., Στράβ. 577. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ἄνισον, σκολιότητα ἔχειν, ἀνίσως προσβάλλομαι, Ἱππ. 400. 8. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων μὲ διεστραμμένον ἦθος, ἀπιστία, ἀδικία, Ἑβδ. Ἰεζεκ. ΙϚ΄, 5).

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
sinuosité ; courbure.
Étymologie: σκολιός.

Greek Monotonic

σκολιότης: -ητος, ἡ, δυστροπία, αδικία, απάτη, δόλος, διαστροφή, σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

σκολιότης: ητος ἡ извилистость, изогнутость (τῆς καμπῆς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκολιότης -ητος, ἡ [σκολιός] kromheid, kromming. τῇ σκολιότητι τῆς καμπῆς door de gekromde vorm van het gebogen deel (van de specifieke vorm van een Parthische boog) Plut. Crass. 24.4. scheefheid, oneffenheid (van het onderlijf). Hp.