σκυλοδεψέω
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
A tan hides, Ar.Pl.514 (Bentl. for σκῡτοδεψεῖν).
German (Pape)
[Seite 907] Leder gerben, Ar. Plut. 514.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλοδεψέω: κατεργάζομαι δέρματα, Ἀριστοφ. Πλ. 514 (κατὰ τὸν B…nt, σκῡτοδεψεῖν).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être corroyeur.
Étymologie: σκυλοδέψης.
Greek Monotonic
σκῠλοδεψέω: μέλ. -ήσω, κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σκῠλοδεψέω: заниматься дублением кожи, дубить Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυλοδεψέω [σκυλοδέψης] leerlooien, leerlooier zijn.