συμμιμνήσκομαι

From LSJ
Revision as of 13:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμιμνήσκομαι Medium diacritics: συμμιμνήσκομαι Low diacritics: συμμιμνήσκομαι Capitals: ΣΥΜΜΙΜΝΗΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: symmimnḗskomai Transliteration B: symmimnēskomai Transliteration C: symmimniskomai Beta Code: summimnh/skomai

English (LSJ)

Pass.,

   A bear in mind along with, ταῦτα συμμέμνησθέ μοι D.46.2.

German (Pape)

[Seite 983] (s. μιμνήσκω), pass., sich zugleich erinnern, συμμέμνησθέ μοι ταῦτα, denkt mir ja daran, Dem. 46, 2, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμιμνήσκομαι: Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15.

Greek Monolingual

Α μιμνήσκομαι
αναθυμούμαι μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συμμιμνήσκομαι: Παθ., φέρνω μαζί στη μνήμη μου, σε Δημ.